- δημοφιλία
- ητο να είναι κανείς δημοφιλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < δημοφιλής. Η λ. μαρτυρείται στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιρροή — η (Α ἐπιρροή) νεοελλ. 1. μτφ. επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός, επιβολή («ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω σου» σέ επηρεάζει πολύ) 2. απόλ. μτφ. προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό κύρος, δύναμη («ἐχει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση») 3. δημοφιλία 4. (για… … Dictionary of Greek